- μεταλλίτης
- ο , μεταλλίτις (-ιδος) η руда;
μεταλλίτις γη геол — порода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταλλίτις γη геол — порода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταλλίτης — ο, θηλ. μεταλλίτις και μεταλλίτιδα (Α μεταλλίτης, θηλ. μεταλλῑτις, ίτιδος) αυτός που εμπεριέχει μεταλλεύματα νεοελλ. φρ. «μεταλλίτις γη» ή «μεταλλίτιδες άμμοι» (πετρογρ.) είδος άμμων οι οποίες εκτός τών κόκκων χαλαζία περιέχουν ψήγματα πολύτιμων… … Dictionary of Greek
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek